αιματοεις

αιματοεις
    αἱματόεις
    αἱμᾰτόεις
    -όεσσα -όεν, стяж. αἱματοῦς
    1) кровавый
    

(ψιάδες Hom.; χάλαζα Soph.)

    2) окровавленный
    

(χείρ Hom.)

    3) кровопролитный
    

(πόλεμος Hom.; ἤματα Hom., Plut.; ἔρις Aesch.)

    4) кроваво-красный
    

(σμῶδιξ Hom.; ῥέθος Soph.; φύλλα ῥόδων Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αιματοεις" в других словарях:

  • αιματόεις — αἱματόεις, εσσα, εν και (συνηρ.) τοῡς, τοῡσσα, τοῡν (Α) [αἷμα] 1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός 2. αιματόχρωμος, κόκκινος 3. αιμάτινος, από αίμα 4. αιματώδης, φονικός …   Dictionary of Greek

  • αἱματόεις — blood red masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεν — αἱματόεις blood red masc voc sg αἱματόεις blood red neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντα — αἱματόεις blood red neut nom/voc/acc pl αἱματόεις blood red masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματοέσσης — αἱματόεις blood red fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντας — αἱματόεις blood red masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντε — αἱματόεις blood red masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντες — αἱματόεις blood red masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντι — αἱματόεις blood red masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεντος — αἱματόεις blood red masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱματόεσσα — αἱματόεις blood red fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»